8 Αυγ 2009

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΔΙΑΚΟΠΩΝ - Στην ξελογιάστρα Χίο... Ιούλιος 2009...

«Είδα με συγκίνηση ότι υπάρχει μια Χίος μαγευτική, μια κιβωτός γεμάτη θησαυρούς της αρχιτεκτονικής μας παράδοσης, ένα νησί με συγκλονιστικά τοπία, πλημμυρισμένο στις ευωδίες και της ανθισμένης πορτοκαλιάς, ένα νησί με απίστευτα φιλόξενους ανθρώπους, πατρίδα των πιο διάσημων ναυτικών των ελληνικών θαλασσών…»
(Από το «Ανεξερεύνητη Χίος» του Α. Ιορδάνογλου, ένα απόσπασμα που με εκφράζει απόλυτα μετά τις διακόπες μου στη Χίο…)

Πέμπτη 16 Ιουλίου
Το Nissos Chios μπαίνει στο λιμάνι της Χίου στις 4 τα χαράματα. Κατεβαίνουμε σε μια πόλη που δεν κοιμάται, πολλά μπαράκια είναι ακόμα ανοιχτά, κόσμος πάει κι έρχεται στην παραλία. Έχουμε κλείσει δωμάτιο στο Avgonyma Sunset στο χωριό Αυγώνυμα 20’ μακριά από την πόλη. Εκεί μας περιμένει υπομονετικά ο Κώστας, ο ιδιοκτήτης, που μας υποδέχεται με χαμόγελο και καλή διάθεση παρά το προχωρημένο της ώρας. Το δωμάτιό μας είναι τελικά ένα πολύ ευρύχωρο studio με όλες τις ανέσεις, ένα από τα τρία studios που βρίσκονται πάνω από την ξακουστή ταβέρνα «Αστέρι» λίγο έξω από τα Αυγώνυμα. Ολόκληρο το κτίριο είναι πέτρα και ξύλο, άρρηκτα δεμένο αισθητικά με το υπόλοιπο χωριό, μια καλοδιατηρημένη μεσαιωνική πολιτεία. Ο χώρος που θα μείνουμε είναι νοικοκυρεμένος, πεντακάθαρος και φιλόξενος. Στο ψυγείο υπάρχουν μέχρι και δροσερές Χιώτικες μανταρινάδες.



Σιγά σιγά χαράζει και στα μάτια μας ξεδιπλώνεται μια εκπληκτική θέα. Το μπαλκόνι μας αγναντεύει ολόκληρο το Αιγαίο από ψηλά!
Ένας σύντομος ύπνος κι έπειτα η πρώτη μας βόλτα στα καλντερίμια των Αυγωνύμων. Μας κάνει εντύπωση η μεσαιωνική αρχιτεκτονική με τα βαριά κυβόσχημα σπίτια από πέτρα, άλλα αναπαλαιωμένα με σεβασμό και αγάπη και άλλα παραμελημένα, περιμένοντας ίσως κάποιον να τα «αναστήσει»…




Έχει αρκετή ζέστη. Βρίσκουμε καταφύγιο στην πλατεία του χωριού όπου υπάρχει μόνο μία ταβέρνα και ένα καφενείο. Μια ακόμα δροσερή μανταρινάδα «Κάμπος» και πάνω στο τραπέζι απλώνουμε χάρτες και ταξιδιωτικούς οδηγούς για να σχεδιάσουμε τις επόμενες εξορμήσεις μας. Αποφασίζουμε να κατευθυνθούμε αρχικά προς τα ξακουστά ανά τον κόσμο Μαστιχοχώρια. Πρώτος προορισμός το χωριό Βέσσα. Η διαδρομή πολύ ενδιαφέρουσα. Για πολλή ώρα στα δεξιά μας απλώνονται κάθε τόσο παραλίες με γαλαζοπράσινα νερά, έρημες από κόσμο. Η πρόκληση για βουτιά είναι μεγάλη, εμείς όμως πιστοί στο αρχικό μας πλάνο συνεχίζουμε. Από Βέσσα κάνουμε ένα σύντομο πέρασμα καθώς ανυπομονούμε να φτάσουμε στα Μεστά για τα οποία έχουμε ακούσει τα καλύτερα. Οι προσδοκίες μας επαληθεύονται. Αφήνουμε το αυτοκίνητο έξω από τον οικισμό και ακολουθούμε την πέτρινη επιγραφή «είσοδος». Ξαφνικά μεταφερόμαστε σε μια άλλη εποχή. Στενά πλακόστρωτα δρομάκια, αψίδες, στοές, μεσαιωνικές κατοικίες στην πλειονότητά τους εξαιρετικά αναστηλωμένες, διακριτικά μαγαζάκια. Φτάνουμε στην πλατεία. Κι εδώ ο κόσμος είναι ελάχιστος. Καθόμαστε για φαγητό στο «Μεσαίωνα», το εστιατόριο που φαίνεται να προτιμούν οι περισσότεροι επισκέπτες αυτή την ώρα. Ό,τι παραγγέλνουμε είναι καλομαγειρεμένο και νόστιμο. Ένας τελευταίος περίπατος στο χωριό κι έπειτα επίσκεψη σε μαγαζί με Χιώτικα προϊόντα στην είσοδο των Μεστών. Ευλογημένο νησί η Χίος, το διαπιστώνεις από την ποικιλία των προϊόντων που παράγει, κάποια από τα οποία εξάγονται σε όλο τον κόσμο. Κυρίαρχες πρώτες ύλες βέβαια η μαστίχα και τα εσπεριδοειδή, ειδικά εκείνα της περιοχής του Κάμπου.








Επόμενη στάση το Πυργί. Οι πληροφορίες μας λένε ότι ολόκληρο το χωριό είναι ένα αξιοθέατο εφάμιλλο των Μεστών. Φτάνοντας αντιλαμβανόμαστε το λόγο. Σχεδόν όλα τα κτίρια του χωριού - κατοικίες, καταστήματα, υπηρεσίες, τράπεζες – έχουν στην πρόσοψή τους εντυπωσιακά ξυστά μοτίβα απ’άκρη σ’άκρη. Κύκλοι, τρίγωνα, μαίανδροι, σταυροί, λουλούδια, πουλιά… είναι άπειρα τα σχέδια! Ένας ηλικιωμένος κύριος μας πληροφορεί ότι την παράδοση των «ξεστών» στα σπίτια ακολουθούν και σέβονται οι Πυργούσοι χρόνια τώρα και η τεχνική αυτή περνά από γενιά σε γενιά αυτούσια. Τα «ξεστά» δίνουν στο Πυργί μια όψη μοναδική.
Θέλουμε να εξερευνήσουμε το χωριό αλλά τελικά αποφασίζουμε ότι είδαμε πολλά για πρώτη μέρα κι έτσι παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής με την υπόσχεση να ξαναγυρίσουμε στο ιδιαίτερο αυτό χωριό.

Παρασκευή 17 Ιουλίου
Το πρωί επισκεπτόμαστε τη Νέα Μονή, ένα σπουδαίας σημασίας μοναστήρι που μάλιστα προστατεύεται από την Ουνέσκο. Η Νέα Μονή χτίστηκε το 1050μχ από τον Κωνσταντίνο Μοναχό, αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Το παρασκήνιο της ανέγερσης έχει ενδιαφέρον. Όταν ο Κωνσταντίνος Μοναχός ήταν εξόριστος ευγενής στη Λέσβο, τρεις Χιώτες καλόγεροι τον πλησίασαν και του είπαν ότι κάποια μέρα θα επέστρεφε στην πατρίδα του την Κωνσταντινούπολη και μάλιστα ως αυτοκράτορας. Η μοίρα τα έφερε έτσι και η προφητεία επαληθεύτηκε όταν η χήρα αυτοκράτειρα τον επέλεξε για νέο της σύζυγο επαναπατρίζοντάς τον. Τότε οι τρεις καλόγεροι επισκέφτηκαν ξανά τον Κωνσταντίνο Μοναχό και του θύμισαν την προφητεία, ζητώντας του ως αντάλλαγμα για τον καλό οιωνό να τους χτίσει μια εκκλησία για να στεγάσουν μια εικόνα της Παναγίας που είχαν βρει μέσα στον κορμό ενός δέντρου στη Χίο. Ο Μοναχός ανταποκρίθηκε με συγκίνηση, έχτισε το μοναστήρι και το προίκισε με αμύθητους θησαυρούς, κινητή και ακίνητη περιουσία. Ταυτόχρονα έφερε τους καλύτερους καλλιτέχνες για να διακοσμήσουν τη Νέα Μονή κι εκείνοι δημιούργησαν χρυσά ψηφιδωτά που όμοιά τους δεν υπήρχαν πολλά. Σύντομα το μοναστήρι έγινε το μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο του Αιγαίου κι έφτασε να φιλοξενεί 800 μοναχούς. Όμως το 1822 οι Τούρκοι το λεηλάτησαν ψάχνοντας για θησαυρούς, σφάγιασαν όλους τους μοναχούς και έβαλαν φωτιά. Οι φλόγες που τύλιξαν τη Νέα Μονή τότε δεν άγγιξαν τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Το 1850 το μοναστήρι αναστηλώθηκε και απέκτησε και πάλι μοναχούς. Δεν έμελλε όμως να επανέλθει στις παλιές του δόξες καθώς το 1881 ο μεγάλος σεισμός της Χίου έφερε νέα καταστροφή. Η νεότερη προσπάθεια αποκατάστασης των ζημιών στη Νέα Μονή χρονολογείται μόλις το 1990 και τα έργα συνεχίζονται.
Εντύπωση μου κάνουν τα χρυσά ψηφιδωτά – αληθινά έργα τέχνης – και ο τρούλος με τις περίτεχνες παραστάσεις από την Αγία Γραφή.




Το μεσημέρι μας βρίσκει στην πολύβουη πόλη και συγκεκριμένα στην αγορά. Πολλή η ζέστη, πολύς ο κόσμος, πολλά τα τροχοφόρα … όχι ιδιαίτερα καλός συνδυασμός. Απογοητεύομαι λίγο από το κέντρο της πόλης, περίμενα κάτι πιο γραφικό και λιγότερο θορυβώδες. Περίμενα να δω κτίρια με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, αλλά αντί αυτού είδα αρκετά κακής αισθητικής κτίσματα, ενώ λυπήθηκα για την κατάσταση πολλών παλιών αρχοντικών που έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Κι η πρόσοψη της πόλης, το λιμάνι, θα μπορούσε να είναι πιο περιποιημένο. Σκέφτομαι, και δικαιολογώ κάπως την κατάσταση με αυτή τη σκέψη, ότι ο μεγάλος σεισμός σχεδόν ισοπέδωσε την πόλη, ήταν πάρα πολλά τα όμορφα κτίρια που χάθηκαν. Από την άλλη όμως γιατί τα νέα κτίρια που πήραν τη θέση των παλιών να μην είναι σε εκείνα τα πρότυπα;
Αφήνω αυτούς τους προβληματισμούς στην άκρη και μπαίνω στο αυτοκίνητο. Η υπόλοιπη οικογένεια θέλει βουτιά στη θάλασσα κι έτσι ξεκινάμε για τον κοντινό Καρφά. Ο Καρφάς είναι μια οργανωμένη παραλία με άμμο και πολύ ρηχά νερά, τόσο ρηχά που νομίζεις ότι θα φτάσεις περπατώντας στα πολύ κοντινά παράλια της Τουρκίας.
Αργά το απόγευμα περιδιαβαίνουμε τον Κάμπο, την αριστοκρατική συνοικία της Χίου με τα διάσπαρτα αρχοντικά και τα περιβόλια με τα εσπεριδοειδή, καλά προστατευμένα πίσω από ψηλούς πέτρινους μαντρότοιχους. Ο οικισμός αυτός γεννήθηκε το 1346 από τους Γενουάτες, που θέλησαν να δημιουργήσουν ένα μικρό παράδεισο αποκλειστικά για τις εύπορες οικογένειες του νησιού.
Οι κατοικίες που χτίστηκαν ήταν κανονικοί πύργοι – παλάτια με μεγάλα περιβόλια από εξαιρετικής ποιότητας εσπεριδοειδή. Νερό υπήρχε άφθονο και η παραγωγή ήταν πλούσια. Κάθε πύργος είχε και το οικόσημο της ιδιοκτήτριας οικογένειας. Επί Τουρκοκρατίας ο Κάμπος παραχωρήθηκε ευγενικά στους νέους αφέντες καθότι οι Χιώτες έλπιζαν σε προνόμια, ενώ πολλά χρόνια αργότερα όταν επανεμφανίστηκαν στον οικισμό ευγενείς, η αίγλη των μεσαιωνικών πύργων αποκαταστάθηκε. Όμως το 1822 ο Κάμπος ακολούθησε τη μοίρα σχεδόν ολόκληρου του νησιού και μετατράπηκε σε σφαγείο. Τα μεσαιωνικά αρχοντικά λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν σχεδόν στο σύνολό τους. Ό,τι διασώθηκε έπεσε θύμα του μεγάλου σεισμού εξήντα χρόνια αργότερα. Η θέληση νέων γενεών να «αναστήσουν» τον Κάμπο και τη δόξα του έκανε και πάλι το θαύμα. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα η αριστοκρατική συνοικία είχε επανέλθει στην παλιά της αίγλη. Νέα αρχοντικά χτίστηκαν πάνω στα μισογκρεμισμένα γενοβέζικα ή εντελώς από την αρχή. Το πιο ξακουστό αρχοντικό του Κάμπου σήμερα είναι το «Αργέντικο», ένα οίκημα απερίγραπτης πολυτέλειας, του οποίου η αναστήλωση οφείλεται στον τελευταίο Αργέντη ιδιοκτήτη του, το Φίλιππο, μέγα ευπατρίδη και ευεργέτη της Χίου με πολλές πολύτιμες ιστορικές και αρχιτεκτονικές μελέτες για το νησί. Το «Αργέντικο», με το τεράστιο περιβόλι του, λειτουργεί πλέον ως ξενώνας που φιλοξενεί αποκλειστικά μεγάλες προσωπικότητες, Έλληνες και μη. Το εγγύτερο που μπορείς να βρεθείς στο μυθικό αρχοντικό είναι μπροστά από την επιβλητική του είσοδο με το μεγάλο οικόσημο, η οποία είναι σχεδόν πάντα κλειστή.
Ο δε μαντρότοιχος είναι τόσο ψηλός που δεν αποκαλύπτει ούτε μια σπιθαμή του Αργέντικου. Ψάχνω να βρω έστω μια χαραμάδα αλλά τελικά περιορίζομαι να φωτογραφίσω μόνο την είσοδο…

Επόμενη στάση στον Κάμπο το “Citrus”. Όμορφο όνομα για ένα όμορφο μέρος! Το “Citrus” άνοιξε τις πύλες του μόλις το 2008. Αποτελείται από ένα κεντρικό κτίριο , πρώην αρχοντικό και νυν ξενώνα, στο ισόγειο του οποίου λειτουργεί μουσείο εσπεριδοειδών, και μικρότερα κτίρια που τώρα στεγάζουν μια καφετέρια με ροφήματα και γλυκίσματα εσπεριδοειδών, καθώς και ένα εργαστήρι γλυκισμάτων και άλλων προϊόντων που μπορείς να αγοράσεις επιτόπου. Μπαίνουμε στο μουσείο και σύντομα εντυπωσιαζόμαστε με το εμπορικό δαιμόνιο των Χιωτών, οι οποίοι είχαν κατακτήσει αγορές σε όλο τον κόσμο με τα προϊόντα τους, ενώ η ναυτοσύνη τους ήταν τόσο ξακουστή που ακόμα κι ο Κολόμβος ήρθε στη Χίο προκειμένου να βρει κόσμο άξιο να επανδρώσει το πλοίο του!
Στην κατάφυτη αυλή του “Citrus” βρίσκουμε ευκαιρία να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε μια γευστικότατη πορτοκαλόπιτα που μόλις βγήκε από το φούρνο...




Ύστερα από σύντομης διάρκειας ξεκούραση στο “Sunset”, βγαίνουμε ξανά στο δρόμο, αυτή τη φορά με προορισμό το μαστιχοχώρι Θολοποτάμι. Αύριο παντρεύεται φιλικό μας ζευγάρι, ο Σταμάτης και η Αργυρώ, και απόψε στο σπίτι της νύφης έχει στηθεί προεόρτιο γλέντι. Το σπίτι είναι σκαρφαλωμένο σε ένα λόφο και αγναντεύει την πόλη της Χίου και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Η θέα είναι εκπληκτική.
Σε έναν όμορφο κήπο, το γλέντι έχει αρχίσει με παραδοσιακά όργανα, χορό και άφθονους μεζέδες. Κόσμος πολύς πηγαινοέρχεται, εύχεται, χορεύει. Παρά τη βαβούρα, οι μικρούλες κοιμούνται βαθιά και τίποτα δεν τις ενοχλεί. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα φεύγουμε, ανανεώνοντας το ραντεβού μας για την επόμενη μέρα στον Άγιο Γεώργιο.

Σάββατο 18 Ιουλίου
Μετά το πρωινό μας κατηφορίζουμε προς την πολλά υποσχόμενη παραλία της Ελίντας. Φτάνοντας όμως «φυγαδευόμαστε» από αρκετές σφήκες που διαφαίνεται ότι έχουν κάνει κατάληψη κανονική στη δυτική πλευρά του νησιού. Μέχρι και «πρόγραμμα καταπολέμησης σφήκας» έχει μπει σε εφαρμογή στην περιοχή, δε βλέπω όμως να φέρνει ιδιαίτερα αποτελέσματα.
Έπειτα από άσκοπη περιπλάνηση, επιστρέφουμε και πάλι στη βάση μας και το μεσημέρι καθόμαστε για πρώτη φορά στο «Αστέρι» για φαγητό. Οι φήμες για τη νόστιμη κουζίνα του επαληθεύονται. Δοκιμάζουμε γευστικότατο κόκορα κρασάτο, μοσχομυριστούς χορτοκεφτέδες και πεντανόστιμους γίγαντες με συνοδεία μανταρινάδας Κάμπου (νομίζω ότι έχω εθιστεί στο συγκεκριμένο αναψυκτικό!)
Η οικογένεια Κώσταλου, στην οποία ανήκει το εστιατόριο και τα studios, είναι άνθρωποι πολύ φιλόξενοι, που μας κερδίζουν αμέσως με το χαμόγελο και τον επαγγελματισμό τους. Νιώθουμε άνετα εκεί, σχεδόν σαν να είμαστε στο σπίτι μας.
Στις 5 το απόγευμα είμαστε ήδη στο δρόμο για τον Άγιο Γεώργιο Συκούσης, ένα ακόμα μαστιχοχώρι στο στυλ των υπολοίπων, με τα πέτρινα σπιτάκια του, τα καλντερίμια του, τις αψίδες, τα μικρά μπαλκόνια με τα περίτεχνα κάγκελα… Ένα από τα παλιά πέτρινα του χωριού έχουν αναστηλώσει και διακοσμήσει με μοναδικό τρόπο ο Σταμάτης και η Αργυρώ. Οι χώροι του είναι παραμυθένιοι! Από εκεί πηγαίνουμε να παραλάβουμε το γαμπρό και να περπατήσουμε μαζί του ως την εκκλησία.
Η ώρα κοντεύει 7μμ, το σπίτι είναι γεμάτο κόσμο, τα όργανα φτάνουν και τα τραγούδια του γάμου ξεκινούν. Ο γαμπρός χορεύει για λίγο με συγγενείς και φίλους – ανάμεσα τους και η Αθηνούλα που μόλις δει χορό τρέχει να μπει μέσα!
Η διαδρομή προς την εκκλησία ξεκινά. Στην πλατεία του χωριού σταματάμε και περιμένουμε τη νύφη με τη δική της συνοδεία κι έπειτα όλοι μαζί, ζευγάρι και καλεσμένοι περπατάμε προς τον Άγιο Γεώργιο.
Τι όμορφη εκκλησία!
Ο ναός αυτός είναι ένας από τους τέσσερις παλαιότερους της Χίου, χτισμένος τον 12ο αιώνα. Ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στυλ, ευγενικά χρώματα στην εξωτερική πλευρά του κι ένα θαυμάσιο ασπρόμαυρο βοτσαλωτό στο προαύλιό του συνθέτουν μια εικόνα πανέμορφη που μου θυμίζει έντονα Σικελία, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ ακριβώς να προσδιορίσω.
Οι πράσινες και κίτρινες πινελιές της διακόσμησης του γάμου στον εξωτερικό χώρο δημιουργούν ένα σκηνικό πολύ ρομαντικό.



Στο εσωτερικό της εκκλησίας μου κάνει εντύπωση το ξυλόγλυπτο τέμπλο με τις πολύ ρεαλιστικές παραστάσεις και παράλληλα με το γάμο μελετώ το χώρο που είναι μια μικρή αποκάλυψη για μένα...!
Το ζευγάρι στέκει στο μέσον του ναού. Είναι όμορφο και πολύ ταιριαστό. Βγάζω τις απαραίτητες φωτογραφίες και αληθινή βροχή από ρύζι αρχίζει να πέφτει την ώρα του Ησαϊα… Η τελετή δε διαρκεί πολύ. Βγαίνω με την Αθηνούλα στο προαύλιο όπου προσφέρουν δροσερή σουμάδα, στραγάλια και γλυκό μαζί με τη μπομπονιέρα – ένα μπουκαλάκι «σούμα» (ντόπιο τσίπουρο φτιαγμένο από σύκο) και κουφέτα μέσα σε ένα όμορφο πουγκί δεμένο με κορδελίτσες. Σε κάθε πουγκί υπάρχει επάνω μια καρτούλα με ένα τετράστιχο μήνυμα από το ζευγάρι, όλα τα μηνύματα είναι γραμμένα από τη μητέρα της νύφης.




Η βραδιά είναι πολύ ζεστή, ακόμα περισσότερο στο «Ελληνικό Κάστρο» στην πόλη, στο χώρο της δεξίωσης. Μέχρι να φτάσει το νιόπαντρο ζευγάρι απολαμβάνουμε γευστικά εδέσματα με καλύτερο όλων τα σκαλοπίνια με σάλτσα δαμάσκηνου και μανιταριού. Με την είσοδο του ζεύγους εντυπωσιακά πυροτεχνήματα σκάνε στον ουρανό και η ορχήστρα ξεκινά τα τραγούδια του γλεντιού. Γαμπρός και νύφη χορεύουν για λίγο κι έπειτα ο γαμπρός αποχωρεί και αφήνει στην πίστα τη νύφη την οποία χορεύουν με τη σειρά συγγενείς και φίλοι. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό το έθιμο. Χαρά στις αντοχές της νύφης δηλαδή γιατί οι καλεσμένοι είναι και πολλοί και τελικά η Αργυρώ χορεύει σχεδόν μια ώρα χωρίς διάλειμμα. Σιγά σιγά μπαίνουν όλοι στο χορό, η ορχήστρα παίζει καταπληκτικά τα νησιώτικα. Είναι από τους γάμους που θα θυμόμαστε για πολύ καιρό.
Λίγο μετά τις 2πμ παίρνουμε το δρόμο για τα Αυγώνυμα.

Κυριακή 19 Ιουλίου
Η μέρα μας μέχρι αργά περνά χαλαρά στο “Sunset”. Το μεσημέρι κατεβαίνουμε στο «Αστέρι» και δοκιμάζουμε νέες γεύσεις… Ντολμαδάκια, μουσακά, μελιτζάνα ψητή με τυριά, μαστέλο ψητό, αμπελοφάσουλα, πατάτες φούρνου με άφθονα μυρωδικά. Παρατηρώ ότι η χιώτικη κουζίνα έχει πολλά στοιχεία Ανατολής, πολλά μπαχαρικά που παραπέμπουν ιδιαίτερα στη Σμυρνέικη κουζίνα.
Το απόγευμα κατεβαίνουμε στο κέντρο της πόλης. Στην πλατεία Πλαστήρα το κόκκινο τρενάκι είναι έτοιμο για αναχώρηση. Ανεβαίνουμε με την Αθηνούλα βιαστικά και κάνουμε μια όμορφη βόλτα στο παραλιακό κυρίως κομμάτι. Ο ήλιος αρχίζει να δύει και η πόλη μοιάζει πιο όμορφη σε σχέση με εκείνο το καυτό μεσημέρι που είχαμε έρθει και περιδιαβαίναμε την αγορά. Για άλλη μια φορά όμως παρατηρώ κάποια σημεία που θα μπορούσαν να ήταν λίγο καλύτερα. Αναρωτιέμαι επίσης αν ηθελημένα οι άρχοντες της πόλης δεν προχωρούν σε αξιοποίηση τους έτσι ώστε να υπάρξει και τουριστική ανάπτυξη. Σε κουβέντα που κάνουμε με ζευγάρι επισκεπτών στη Χίο που γνωρίζουν καλύτερα το νησί, μαθαίνουμε ότι όντως οι Χιώτες, παρότι ιδιαίτερα φιλόξενοι άνθρωποι, ποτέ δεν επιδίωξαν την τουριστική ανάπτυξη, κυρίως λόγω του ότι οι βασικές πηγές εσόδων τους ήταν ανέκαθεν άλλες. Η ναυτιλία, η μαστίχα, τα εσπεριδοειδή, κυρίως βέβαια το πρώτο. Οι Χιώτες άλλωστε είχαν πάντα εξαιρετική φήμη ως καπεταναίοι και ναυτικοί. Εντύπωση μου κάνει όταν μαθαίνω ότι Χίος και Οινούσσες έχουν «παράγει» πλήθος εφοπλιστών (ειδικά οι μικροσκοπικές Οινούσσες).
Μαθαίνουμε επίσης ότι οι Χιώτες γενικά αποφεύγουν την πώληση γης τους σε μη-Χιώτες. Ίσως η διείσδυση «ξένων» στο νησί μέσω τουριστικών και άλλων επιχειρήσεων να σημαίνει για εκείνους κίνδυνο να αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του νησιού. Μέχρι πρότινος μάλιστα σχεδόν όλα τα καταλύματα του νησιού ανήκαν σε Χιώτες. Μόνο πρόσφατα άνοιξαν κάποια ξενοδοχεία «ξένων» συμφερόντων. Αρχικά τέτοια τακτική τη βρίσκω αρκετά σοβινιστική, δεν ξέρω αν μου αρέσει. Έπειτα φέρνω στο μυαλό μου την κατάσταση στη Κρήτη, στη Μύκονο και σε άλλες πολύ τουριστικές περιοχές, όπου κομμάτια γης πωλούνται με ταχύτατους ρυθμούς και αδιακρίτως - και δε συζητάμε βέβαια για τις ξένες αλυσίδες και διάφορες επιχειρήσεις που κυριαρχούν σε αυτά τα μέρη. Πόσοι από αυτούς τους μη ντόπιους υποψήφιους αγοραστές θα αγοράσουν τελικά γη και θα στήσουν π.χ. ένα ξενοδοχείο σεβόμενοι την ιστορία και την αρχιτεκτονική παράδοση του τόπου; Πόσοι θα ερευνήσουν και θα φροντίσουν αυτό που θα φτιάξουν να δένει αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο; Ίσως σε τελική ανάλυση οι Χιώτες να έχουν πολύ δίκιο που λειτουργούν όπως λειτουργούν…

Πίσω στην πόλη αποχαιρετούμε τους νιόπαντρους Σταμάτη και Αργυρώ που σύντομα αναχωρούν για ταξίδι του μέλιτος. Η Αθηνούλα βρίσκει τη χαρά της με κάτι τεράστιους τούλινους φιόγκους με πεταλούδες που της χαρίζουν, εμείς αποχαιρετούμε και κάποιους φίλους που επίσης ετοιμάζονται να αναχωρήσουν και επιστρέφουμε στα Αυγώνυμα.

Δευτέρα 20 Ιουλίου
Του Προφητή Ηλία, μεγάλη γιορτή σήμερα και στο νησί παντού πανηγύρια. Το μεγαλύτερο πανηγύρι όμως πρόκειται να γίνει μεθαύριο, της Αγίας Μαρκέλλας. Μας λένε ότι εκείνη τη μέρα θα είναι σχεδόν αδύνατο να προσεγγίσουμε την εκκλησία της Αγίας Μαρκέλλας κι έτσι αποφασίζουμε να πάμε προς τα εκεί σήμερα και παράλληλα να δούμε τη βορειοδυτική πλευρά του νησιού. Μετά από 45’ προσπερνάμε το Βολισσό και μόλις 6 χλμ δυτικότερα φτάνουμε στην Αγία Μαρκέλλα. Ένας μικρός ναός στο μέσον ενός αρκετά μεγάλου προαυλίου εμφανίζεται. Στο προαύλιο υπάρχουν άφθονα δέντρα, πάγκοι και τραπέζια κάτω από τη σκιά τους όπου οι προσκυνητές μπορούν να βρουν δροσερό καταφύγιο. Μέσα στο ναό γεμάτες τάματα πολλές εικόνες της Αγίας Μαρκέλλας, η οποία μαρτύρησε σε νεαρή ηλικία και έκτοτε της αποδίδονται θαύματα πολλών ειδών. Σύμφωνα με την παράδοση, η Αγία Μαρκέλλα για να αποφύγει να πέσει στα χέρια του πατέρα της που είχε σκοπό να την κακοποιήσει, ζήτησε από το Θεό να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Μόλις έκανε την ευχή, η γη όντως άνοιξε στα δύο και η κοπέλα βρέθηκε μέσα στο βράχο, όχι όμως ολόκληρη. Ο πατέρας της τη βρήκε κι από το μίσος του της έκοψε το στήθος και το κεφάλι και τα πέταξε στη θάλασσα. Στο σημείο του μαρτυρίου της, μέσα από το σπασμένο βράχο, αναβλύζει μέχρι και σήμερα νερό που οι πιστοί θεωρούν αγιασμένο. Οι Χιώτες τιμούν την Αγία Μαρκέλλα στις 22 Ιουλίου με προσκύνημα και πανηγύρι και συρρέουν κατά χιλιάδες στην περιοχή. Εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς ξεκινούν παραμονή της γιορτής - νύχτα - από την πόλη της Χίου για να πάνε περπατώντας στην Αγία Μαρκέλλα, διανύοντας μια απόσταση 40 ολόκληρων χιλιομέτρων!





Μετά το προσκύνημά μας, κατεβαίνουμε στην πολύ κοντινή παραλία και κάνουμε ένα σύντομο μπάνιο. Ο κόσμος είναι λιγοστός, ούτε που μπορώ να φανταστώ πώς θα είναι ο τόπος εδώ σε δυο μέρες με χιλιάδες επισκέπτες…
Επόμενος σταθμός μας ο Βολισσός, ακόμα μια μεσαιωνική κωμόπολη με ενδιαφέρουσα ιστορία. Ο Βολισσός – κάποτε Βελισσός – πήρε το όνομα του, σύμφωνα με την πιθανότερη εκδοχή, από το στρατηγό Βελισσάριο, ξακουστό για τις στρατηγικές του ικανότητες. Παρά όμως τα σπουδαία κατορθώματα του, ήρθε η ώρα που ο Βελισσάριος εξορίστηκε από το Βυζάντιο και βρήκε καταφύγιο εδώ όπου οι ντόπιοι τον καλοδέχτηκαν και τον τίμησαν. Εκείνος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τους φιλόξενους κατοίκους έχτισε ένα επιβλητικό κάστρο στο ψηλότερο σημείο του χωριού και προσπάθησε με κάθε δυνατό τρόπο να μετατρέψει την περιοχή σε ισχυρό φρούριο. Σύντομα η πόλη μεγάλωσε και απέκτησε πλούτο και δόξα. Εύφορα εδάφη, άφθονα νερά και ισχυρή οχύρωση έκαναν το Βολισσό μια από τις σπουδαιότερες πόλεις της ευρύτερης περιοχής κατά τα βυζαντινά χρόνια. Η πόλη ήταν τόσο καλά οχυρωμένη που οι πειρατές δεν επιχειρούσαν καν να προσεγγίσουν, πόσο μάλλον να οργανώσουν επίθεση. Σήμερα ο Βολισσός με τα καλοδιατηρημένα σπίτια του, τις μικρές πλακόστρωτες πλατείες του, τους δρομίσκους, την πρασινάδα και τα λουλούδια που σκαρφαλώνουν μέχρι τα μικροσκοπικά μπαλκόνια των δίπατων σπιτιών, διατηρεί τη γραφικότητά του και προσφέρεται για όμορφο περίπατο. Το πλακόστρωτο που ακολουθούμε μας φέρνει μπροστά στην πλατεία Πύθωνος, στην οποία βρίσκεται και ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου του 1872. Με θέα τη μεγαλοπρεπή εκκλησία, καθόμαστε στον «Πύθωνα», ένα γραφικό ταβερνάκι – το μοναδικό της πλατείας. Για μια ακόμα φορά το φαγητό που παραγγέλνουμε μας ταξιδεύει ανατολικά. Το κοκκινιστό με τα πολλά μπαχαρικά είναι ανεπανάληπτο, το ίδιο και το ζυμωτό ψωμί που μας φέρνουν στο τραπέζι. Κουβεντιάζουμε για λίγο με την κοπέλα που μας εξυπηρετεί. Ευγενικοί, χαμογελαστοί άνθρωποι όσοι έχουμε συναντήσει στη Χίο και πάνω από όλα προσιτοί. Μας κάνουν να νιώθουμε άνετα μαζί τους.
Μετά το φαγητό συνεχίζουμε τη βόλτα μας στο Βολισσό. Αρκετά παλιά σπίτια έχουν αναστηλωθεί εξαιρετικά και κάποια μάλιστα είναι προς πώληση. Γενικά είναι έντονη η αίσθηση ότι έχει υπάρξει μελέτη και φροντίδα να διατηρηθεί το παραδοσιακό χρώμα και να μην υπάρχουν «κακοφωνίες».



Φεύγοντας από την πόλη κάνουμε μια στάση στο δημοτικό σχολείο. Είναι ένα επιβλητικό κτίριο του 1928 με πανέμορφο αρχιτεκτονικό στυλ, το οποίο εκτός από τις αίθουσες όπου γίνονται τα μαθήματα στεγάζει επίσης μια αρκετά ενημερωμένη βιβλιοθήκη. Βλέπω την κεντρική είσοδο ανοιχτή και μπαίνω μέσα. Βρίσκω κάποιον δάσκαλο και συνομιλώ μαζί του για λίγο. Το σχολείο εξυπηρετεί μαθητές από όλη την περιοχή, όχι μόνο από το Βολισσό. Οι αίθουσες είναι ιδιαίτερα ευρύχωρες και σε καλή κατάσταση, η δε θέα από τα παράθυρα προς το Αιγαίο είναι μαγευτική! Αμφιβάλλω αν θα είχα το μυαλό μου στο μάθημα έχοντας τέτοια θέα μπροστά στα μάτια μου…
Στο δρόμο της επιστροφής αγναντεύουμε από ψηλά δυο εκπληκτικές παραλίες που σύμφωνα με το χάρτη είναι η Γερίτα και η Παπαλιά. Ερημικές, με γαλαζοπράσινα νερά, δε διαφέρουν από εξωτικές.
Με το στομάχι γεμάτο δεν υπάρχει περιθώριο για βουτιά κι έτσι επιστρέφουμε στη βάση μας και όλη την υπόλοιπη μέρα χαλαρώνουμε στα Αυγώνυμα.

Τρίτη 21 Ιουλίου
Με τη σκέψη ότι δυο μέρες μόνο μας έμειναν στο νησί, αποφασίζουμε επιτέλους να επισκεφτούμε το hot spot της Χίου, τα Μαύρα Βόλια. Διασχίζουμε Άγιο Γεώργιο, Αρμόλια (με τα περίφημα κεραμικά), και λίγο νοτιότερα το Εμπορειό. Ελάχιστα χιλιόμετρα πιο κάτω βρίσκονται τα Μαύρα Βόλια ή αλλιώς Μαύρος Γιαλός, μια παραλία με γυαλιστερά σκουρόχρωμα βότσαλα ηφαιστειογενούς προέλευσης που κάνουν το τοπίο πολύ ιδιαίτερο.




Από χτες φυσά πολύ και η θάλασσα εδώ έχει κύμα. Οι επισκέπτες είναι λιγότεροι απ’ό,τι περίμενα, ίσως και λόγω αέρα. Τον Αύγουστο λένε ότι στη συγκεκριμένη παραλία οι λουόμενοι είναι όσοι και τα «βόλια» (!)
Μικρά πεύκα στην άκρη της παραλίας προσφέρουν ελάχιστη σκιά, κι αυτή όμως χρήσιμη για να βάλουμε τις μικρούλες να καθήσουν από κάτω. Η Αθηνούλα απογοητεύεται λίγο που δεν υπάρχει άμμος να βάλει στο κουβαδάκι της, σύντομα όμως ξεχνιέται με μια βουτιά στη θάλασσα.
Βγαίνοντας από το Εμπορειό διαπιστώνουμε ότι είμαστε πολύ κοντά στο Πυργί, το «νεραϊδοχώρι» των μαστιχοχωρίων και συμφωνούμε ότι είναι καλή στιγμή να το εξερευνήσουμε.
Το πρώτο πράγμα που παρατηρεί κανείς στο Πυργί και επισκιάζει όλα τα υπόλοιπα είναι τα «ξεστά» στις προσόψεις των σπιτιών. Η τεχνική αυτή έχει τις ρίζες της στη Μικρά Ασία, όπου και έγινε δημοφιλής περί τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι Πυργούσοι απλώνουν ένα λεπτό στρώμα λευκού σοβά και το ξύνουν πριν στεγνώσει δημιουργώντας διάφορα σχέδια από απλά γεωμετρικά μέχρι φιγούρες πουλιών και περίτεχνα λουλούδια. Παρόμοια «ξεστά» συναντά κανείς και στην Κωνσταντινούπολη.



Ο δρόμος που ακολουθούμε σύντομα μας οδηγεί στην κεντρική πλατεία του χωριού. Είναι αργά το μεσημέρι και καθόμαστε για φαγητό και λίγη ξεκούραση στο μικρό αλλά συμπαθητικό «Κάνιο». Έπειτα συνεχίζουμε την εξερεύνησή μας. Μερικά δρομάκια είναι τόσο στενά που μετά βίας χωρούν τρεις άνθρωποι περπατώντας πλάι πλάι. Τα σπίτια είναι σφιχταγκαλιασμένα, προφανώς από ανάγκη για προστασία σε εποχές που το Πυργί γινόταν στόχος πειρατών και άλλων εχθρών. Τα μπαλκόνια μικροσκοπικά, αυλές δεν υπάρχουν και πολλοί κάτοικοι κάθονται έξω από τα σπίτια τους, συνήθως σε μικρές παρέες, και κουβεντιάζουν. Σε μια από αυτές τις παρέες σταματώ μπροστά και ρωτώ για τις αμέτρητες αρμαθιές από ντοματίνια που βλέπω κρεμασμένες έξω από τα σπίτια τους, στο ύψος των μικρών μπαλκονιών. Τα ντοματίνια αυτά, που λέγονται και «μπουρνέλες» ή «νεράμπουλες», οι κάτοικοι του Πυργίου τα μαζεύουν, τα τρυπάνε από το κοτσάνι με βελόνα και κλωστή, τα κάνουν αρμαθιές, τα κρεμούν και τα ξεραίνουν.
Αναρωτιέμαι πού μπορούμε να βρούμε να τα αγοράσουμε. Μια συμπαθέστατη ηλικιωμένη κυρία τότε μου ζητά να περιμένω για να φέρει «3-4 ντοματίνια να δοκιμάσουμε», χάνεται για λίγο κι επιστρέφει με μια σακούλα γεμάτη! Προσφέρομαι να τις πληρώσω, δε δέχεται με τίποτα. Την ευχαριστώ και συνεχίζουμε τη βόλτα μας. Η φωτογραφική μου μηχανή δε σταματά να κάνει κλικ. Το θέαμα με τα «ξεστά» δεν το έχουμε συναντήσει πουθενά αλλού στα ταξίδια μας. Σπουδαίο πράγμα να μπορείς να καυχιέσαι ότι η πόλη ή το χωριό σου έχει κάτι ιδιαίτερο που δεν έχουν άλλες, κάτι ασυνήθιστο, μια «σφραγίδα» μοναδικότητας. Σκέφτομαι τη δική μου πόλη. Δεν έχει τη μοναδική, «νεραϊδένια» όψη του Πυργίου άλλα έχει να καυχιέται το μεγαλύτερο δίκτυο ποδηλατόδρομων σε ολόκληρη τη χώρα. Δεν είναι και λίγο..!
Με αυτές τις σκέψεις αλλά και μπόλικο ήλιο στο κεφάλι μας μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε δυτικά προς Ολύμπους. Άλλο ένα υπέροχο μαστιχοχώρι που προσφέρεται για όμορφο περίπατο. Τελευταία στιγμή όμως αποφασίζουμε να μην τον κάνουμε λόγω υπερβολικής ζέστης. Φτάνουμε στα Μεστά με σκοπό να επισκεφτούμε τον Παλιό Ταξιάρχη και να δούμε το ξακουστό του τέμπλο το οποίο έκανε 37 ολόκληρα χρόνια να ολοκληρωθεί (!), αλλά σύμφωνα με τον τουριστικό οδηγό που έχουμε στα χέρια μας, η εκκλησία είναι κλειδωμένη και ο μόνος με κλειδιά είναι κάποιος κύριος Ηλίας που πρέπει να αναζητήσουμε στην πλατεία για να έρθει να μας ανοίξει. Το πρόβλημα είναι ότι η ώρα είναι τρεις το μεσημέρι και μάλλον θα είναι αγένεια να ενοχλήσουμε τον κύριο Ηλία μέσα στο καταμεσήμερο… Με μια μικρή απογοήτευση αφήνουμε πίσω μας τα Μεστά. Ο Βασίλης με παρηγορεί λέγοντας ότι πρέπει να αφήσουμε και ορισμένα αξιοθέατα για την επόμενη φορά που θα έρθουμε στο νησί...
Μπαίνουμε στο Λιμένα των Μεστών. Φυσάει με μανία σήμερα και το πλοίο της γραμμής Λαύριο-Μεστά παλεύει να προσεγγίσει και να δέσει στο λιμάνι. Μάθαμε ότι το συγκεκριμένο δρομολόγιο κάνει μόλις 4 ώρες να φτάσει στο νησί. Τελικά η Χίος δεν είναι και τόσο μακριά όσο είχαμε νομίσει στην αρχή!
Πίσω στα Αυγώνυμα, στο «Αστέρι», ο Κώστας μας υποδέχεται με χαμόγελο και μας κερνά απίθανο παγωτό μαστίχα. Σε λίγο μας βλέπω να εθιζόμαστε στη μαστίχα..!
Ώρα 7 το απόγευμα κι εμείς ξεκινάμε για τον θρυλικό Ανάβατο. Κάθε Τρίτη τέτοια ώρα υπάρχει εκεί ένα ξεναγός που καθοδηγεί τους επισκέπτες μέσα στο χωριό. Τον Ανάβατο τον έχω δει σε πολλές φωτογραφίες αλλά η πραγματικότητα είναι ακόμα καλύτερη σε σχέση με τις εικόνες. Αν δε δεις με τα ίδια σου τα μάτια τον Ανάβατο, καμία περιγραφή δεν μπορεί να αποτυπώσει αυτό το τοπίο με ακρίβεια. Λίγα χιλιόμετρα μακριά από τα Αυγώνυμα μπροστά μας εμφανίζεται ένας θεόρατος βράχος. Πάνω του, γαντζωμένο σφιχτά, ένα μεσαιωνικό χωριό, σωστό οχυρό! Κυβόσχημα πέτρινα - δίπατα στην πλειοψηφία τους - σπίτια, με μικροσκοπικά παράθυρα, χτισμένα εξαιρετικά κοντά το ένα στο άλλο, σου δημιουργούν την αίσθηση ότι ξαφνικά έχεις βουτήξει στη μηχανή του χρόνου κι έχεις μεταφερθεί μισή χιλιετία πίσω. Ακόμα κι αν ξέρεις από πριν ότι η ανάγκη για επιβίωση ήταν αυτή που έκανε κάποιους ανθρώπους να στήσουν τα σπίτια τους και τη ζωή τους σε αυτό τον άγριο βράχο, σε συγκλονίζει το θέαμα. Δε χωρά ο νους σου πως μπόρεσαν να ζήσουν άνθρωποι εκεί πάνω, σε ένα τόσο αφιλόξενο μέρος. Πώς εξασφάλιζαν τροφή; Νερό;
Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, ο Ανάβατος χτίστηκε το Μεσαίωνα στα αρχιτεκτονικά πρότυπα της εποχής και για πολλούς αιώνες παρέμεινε φρούριο απόρθητο λόγω της θέσης του και του τρόπου με τον οποίο ήταν χτισμένο. Τον Απρίλιο του 1822, τον καιρό της μεγάλης σφαγής από τους Τούρκους, ο Ανάβατος άντεξε την πολιορκία μέρες πολλές, πιο πολλές από κάθε άλλο χωριό της Χίου μέχρι να πέσει στα χέρια των εχθρών. Οι κάτοικοι σχεδόν αποδεκατίστηκαν. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιές και λεηλάτησαν τα σπίτια. Έπειτα ήρθε ο μεγάλος σεισμός να φέρει κι άλλη καταστροφή. Τότε οι εναπομείναντες κάτοικοι το εγκατέλειψαν οριστικά. Παρόλα τα χτυπήματα όμως, ένα μεγάλο μέρος του χωριού άντεξε και σήμερα στέκει αγέρωχο πάνω στον άγριο βράχο, εκεί στην άκρη του γκρεμού – σύμβολο της ισχυρής θέλησης του ανθρώπου να δαμάσει ακόμα και τα πιο δύσβατα μέρη, ειδικά όταν κάτι τέτοιο είναι συνεπάγεται και την επιβίωση του. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ο Ανάβατος ήταν εντελώς ακατοίκητος, έρημος από κάθε ζωή. Πλέον το χαμηλότερο κομμάτι του έχει αρκετά αναστηλωμένα σπιτάκια που χρησιμοποιούνται ως εξοχικές κατοικίες, καθώς και ένα γραφικό ταβερνάκι στην είσοδο του. Μάθαμε ότι οι ιδιοκτήτες των σπιτιών είναι κυρίως άνθρωποι που τα κληρονόμησαν από προγόνους τους – αυτές είναι ιδιοκτησίες που πέρασαν από γενιά σε γενιά σε ένα διάστημα εκατοντάδων χρόνων. Μαζί με τον ξεναγό μας ανεβαίνουμε και στεκόμαστε στη «Μεσοχώρα». Σε κάποιο αναπαλαιωμένο σπιτάκι η πόρτα είναι μισάνοιχτη και μπορώ να δω το εσωτερικό. Είναι λιτό και καθαρό. Ελάχιστα τα έπιπλα, ένα τραπεζάκι με δυο καρέκλες, ένα κουζινάκι με τα απολύτως απαραίτητα, ένα υπερυψωμένο δώμα με ένα ξύλινο κρεβάτι και μια μικρή ντουλάπα. Καμία πολυτέλεια. Έτσι όπως ταιριάζει στο χαρακτήρα του Ανάβατου.
Λίγα μέτρα πιο πέρα μοσχομυρίζει θυμάρι. Ένας κάτοικος πουλά μέλι, μυρωδικά και βότανα στους επισκέπτες. Απέναντι ένας πέτρινος φούρνος που μοιάζει να έχει εγκαταλειφθεί αιώνες τώρα. Ανεβαίνουμε μερικά σκαλάκια πιο πάνω και το τοπίο γίνεται μελαγχολικό. Είμαστε στο ψηλότερο σημείο της «Μεσοχώρας». Παντού τριγύρω σπίτια μισογκρεμισμένα, χορταριασμένα, λαβωμένα από το χρόνο και την εγκατάλειψη. Ρίχνω μια ματιά κάτω και με πιάνει ίλιγγος από το ύψος, η θέα προς το απέναντι βουνό και το δρόμο που οδηγεί στον Ανάβατο είναι συγκλονιστική! Θυμάμαι με ανατριχίλα κάτι που διάβασα για εκείνο το ματωμένο Απρίλη του 1822, ότι πολλοί κάτοικοι του Ανάβατου προτίμησαν τότε να πέσουν στο κενό παρά στα χέρια των εχθρών… Τι τραγωδία! Ξαφνικά νιώθω νοσταλγία για τα κατάλευκα, λουσμένα στο φως, σπίτια της Σίφνου με τα χρωματιστά παραθυρόφυλλα... Αυτός εδώ ο τόπος έχει βαρύ παρελθόν, τόσο που βαραίνει την ψυχή σου όταν το μελετάς, όταν αντικρίζεις αυτά τα κτίρια που είναι κομμάτι της ιστορίας του αναπόσπαστο. Μέσα σε αυτό το χωριό-φρούριο κάποτε ζούσαν άνθρωποι με όνειρα, ελπίδες και προσδοκίες. Πόσο μπορεί να διέφεραν από εμάς; Και βρέθηκαν σε συνθήκες τόσο αντίξοες που δεν τις χωρά ανθρώπου νους, πάλεψαν με ό,τι είχαν στα χέρια τους, ξέχασαν τα όνειρα τους και έκαναν μοναδικό σκοπό τους την επιβίωση. Με θλίβει αυτή η σκέψη και παρ’ότι βρίσκω εξαιρετικό αξιοθέατο τον Ανάβατο, δεν είμαι σίγουρη ότι θέλω να τον επισκεφτώ ξανά…
Ο ξεναγός μας πληροφορεί ότι στο χωριό υπάρχει ένας και μόνο άνθρωπος που ζει εκεί χειμώνα-καλοκαίρι, συγκεκριμένα μια γυναίκα. Τη συναντάμε μπροστά στη νέα εκκλησία των Ταξιαρχών, είναι μια μεσόκοπη κυρία που μας ανοίγει και την πόρτα του ναού να μπούμε μέσα. Μου φαίνεται αδιανόητο πώς αυτή η γυναίκα μπορεί να ξεχειμωνιάζει στον Ανάβατο, να μένει εκεί νύχτα και μέρα – ολομόναχη!
Πίσω στη «Μεσοχώρα», στο ψηλότερο επίπεδο, μια επιγραφή μας πληροφορεί ότι δεν επιτρέπεται να προχωρήσουμε παραπέρα λόγω εργασιών συντήρησης. Τελικά δε θα δούμε την «Ακρόπολη»… Κρίμα…
Επιστρέφουμε στα χαμηλότερα στρώματα, εκεί που υπάρχει κίνηση και ζωή. Μέσα στο Ναό των Ταξιαρχών ο ξεναγός μας αφηγείται κι άλλες ιστορίες σχετικά με τον Ανάβατο αλλά εγώ τρέχω πίσω από τη Νανά που ενθουσιασμένη με τραβά να δω ένα σπίτι «με πολλά ζωάκια». Πραγμάτι, στο πίσω μέρος ενός αναστηλωμένου σπιτιού κάποιος έχει φτιάξει ένα μικρό αγρόκτημα με κουνέλια, κοτούλες και άλλα ζώα. Πιο πέρα ένα καλοφτιαγμένο περιβόλι με ποικιλία λαχανικών και μια μικρή αυλή όπου παίζουν δυο παιδάκια με τον παππού τους. Η ζωή επιστρέφει σιγά σιγά στον Ανάβατο, είναι αισιόδοξες εικόνες όλες αυτές.
Στο μεταξύ χάνω ένα κομμάτι της ξενάγησης αλλά δε με πειράζει, αρκετά όσα έμαθα για το παρελθόν αυτού του τόπου. Μακάρι από εδώ και πέρα να συνεχιστούν τα έργα αναστήλωσης, να βρεθούν άνθρωποι που θα αγαπήσουν τον Ανάβατο και θα του ξαναδώσουν ζωή και χαρά...





Βράδυ στα Αυγώνυμα, αρκετά κουρασμένοι από την ανάβασή μας στον Ανάβατο (κάπως οξύμωρο μου ακούγεται αυτό…), βρίσκουμε ήρεμο καταφύγιο στο «Αστέρι». Απόψε δοκιμάζουμε επιτέλους τον περίφημο «Αριούσιο Οίνο». Έχω διαβάσει ότι για το συγκεκριμένο κρασί έχουν γίνει μέχρι και εχθροπραξίες στο παρελθόν (!). Αν και δεν είμαι φαν του κρασιού, το συγκεκριμένο κρασί είναι θαυμάσιο, ιδιαίτερα αρωματικό. Κατά σύμπτωση στο «Αστέρι» συναντάμε παλιούς γνωστούς από τη Λάρισα που μόλις έχουν ξεκινήσει τις διακοπές τους στη Χίο και η βραδιά μας περνά ευχάριστα με χαλαρή κουβεντούλα. Αύριο είναι η τελευταία μας ολόκληρη μέρα στο νησί...

Τετάρτη 22 Ιουλίου
Σήμερα είναι μεγάλη γιορτή για το νησί της Χίου, η γιορτή της Αγίας Μαρκέλλας. Τα πάντα είναι κλειστά και εκατοντάδες Χιώτες (και μη) είναι ήδη στο δρόμο για τον τόπο του προσκυνήματος, άλλοι με αυτοκίνητα, άλλοι πεζοί. Απ’ό,τι μαθαίνουμε, 1-2 μέρες πριν τη γιορτή και ειδικά τη μέρα της γιορτής ο άνεμος δυναμώνει. Από χτες βράδυ όντως φυσάει πάρα πολύ, ο αέρας λυσσομανάει. Αγχώνομαι λίγο για το ταξίδι μας…
Παίρνουμε πρωινό και την ώρα που ετοιμαζόμαστε να αφήσουμε το δωμάτιο, έρχεται ο Κώστας με ένα πιάτο ζεστούς μοσχοβολιστούς λουκουμάδες. Μας έχει καλομάθει ο κύριος «Αστέρι»! Η φιλοξενία και το χαμόγελο ολόκληρης της οικογένειας Κώσταλου μας έχει σκλαβώσει. Σχολιάζουμε ότι αν ο κάθε εστιάτορας και ξενοδόχος της χώρας παρείχε τόσο καλές υπηρεσίες σε συνδυασμό με ζεστή φιλοξενία σε τόσο προσιτές τιμές, η Ελλάδα θα ήταν ένας πραγματικός τουριστικός παράδεισος!
Παρά το ισχυρό μελτέμι βγαίνουμε σε αναζήτηση κάποιας παραλίας για ένα τελευταίο μπάνιο στη Χίο. Καταλήγουμε στη Γερίτα, λίγα χιλιόμετρα νότια του Βολισσού. Τα νερά είναι γαλαζοπράσινα, μια θάλασσα να την πιείς στο ποτήρι! Είναι όμως αρκετά δροσερή, όπως και οι περισσότερες παραλίες της Χίου.
Το τελευταίο μας βράδυ στη Χίο περιλαμβάνει μια σύντομη βόλτα στην πόλη και επίσκεψη στα μαγαζιά με παραδοσιακά προϊόντα. Εφοδιαζόμαστε με αρκετή μαστίχα, χειροποίητα ζυμαρικά, σαπουνάκια μαστίχας και εσπεριδοειδών, λικέρ, υποβρύχια… Τι να πάρεις και τι να αφήσεις…
Έπειτα επιστροφή για πακετάρισμα.
Ο Κώστας και η οικογένειά του μας αποχαιρετά με δυο τσάντες καλούδια, ένα μπουκάλι αριούσιο, ένα βάζο μέλι, ένα βάζο δικής τους παραγωγής κοπανιστή και δυο κούπες με ζωγραφισμένα επάνω τα παραμυθένια Αυγώνυμα.
Πριν ακόμα αναχωρήσουμε, φλερτάρουμε ήδη με την ιδέα να επιστρέψουμε στη Χίο για Πάσχα…
Καλή αντάμωση μοσχοβολιστό νησί του Αιγαίου..!